- κότινος
- Αγριελιά, με τα κλωνάρια της οποίας έπλεκαν, κατά την αρχαιότητα, τα στεφάνια που προορίζονταν για τη βράβευση των νικητών στα Παναθήναια και στους Ολυμπιακούς αγώνες. Στην Αθήνα χρησιμοποιούσαν για τον σκοπό αυτό την αγριελιά που, σύμφωνα με την παράδοση, είχε φυτέψει με το δόρυ της η Αθηνά, κατά την αντιδικία της με τον Ποσειδώνα για την κυριαρχία της Αττικής. Στην Ολυμπία χρησιμοποιούσαν την καλλιστέφανον ελαίαν, η οποία βρισκόταν πίσω από τον ναό του Δία και κοντά στον βωμό των Νυμφών. Ο κ. που προοριζόταν για τα στεφάνια αυτά κλαδευόταν με χρυσό δρεπάνι από ένα παιδί του οποίου και οι δύο γονείς ήταν ζωντανοί.
* * *ο (ΑM κότινος και κόστινος, ὁ, Α και κότινος, ή)1. αγριελιά («ἐν ταῑσιν κομάροις καὶ τοῑς κοτίνοις στάντες ἔχοντες κριθάς», Αριστοφ.)2. στεφάνι από αγριελιά που δινόταν ως βραβείο, ιδίως στους ολυμπιονίκες («ὃς τὸν κότινον ἐν τρισὶν ὀλυμπιάσιν ἀνείλετο ὀκτάκις», Παυσ.)3. έπαθλο, βραβείονεοελλ.1. βοτ. κοινή ονομασία τού είδους Rhus cotinus τού γένους ρους2. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας scarabeidae.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Είναι πιθ. δάνεια λ., την οποία στη συνέχεια δανείστηκε η λατ. με τη μορφή cotinus. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ινος (πρβλ. κόφ-ινος). Η λ. ως επιστημον. όρος τής βοτ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cotinus < λατ. cotinus < κότινος].
Dictionary of Greek. 2013.